Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

COMPUTER LITERACY - DIGITAL LITERACY

O όρος computer literacy που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το άτομο που διαθέτει υπολογιστικές ικανότητες, (τόσο όσο αφορά στις αριθμητικές πράξεις όσο και στο μαθηματικό ή σειριακό τρόπο σκέψης), αντικαταστάθηκε στην ψηφιακή εποχή μας με τον όρο ICT literacy (γραμματσιμός των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας) και τέλος με τον όρο digital literacy, που όμως υφίσταται τις αμφιλεγόμενες διεκδικήσεις διαφόρων μοντέλων γραμματισμού όπως περιγράφηκε παραπάνω. Έτσι παρατηρούνται θεωρητικές ερμηνείες και πρακτικές όπου ο όρος εμπλέκει όλο το εύρος των σύνθετων και εμπλεκόμενων επικοινωνιακών μορφών που διαμεσολαβούνται από ψηφιακά μέσα, καθώς και τις ικανότητες χρήσης των μέσων αυτών και πλοήγησης, που θεωρούνται προαπαιτούμενες για την διαχείριση μέσω της οθόνης του Η/Υ (Gilster,1997). Σε ένα τέτοιο συμφραζόμενο, ο υπολογιστικός γραμματσιμός , αποτελεί μάλλον συνώνυμο πλέγματος γνώσεων και ικανοτήτων ενώ δεν παύει να λειτουργεί ταξινομητικά διαχωρίζοντας τους έχοντες από τους μη έχοντες αυτές τις δεξιότητες. (digital divide)
Ταυτόχρονα με τον ψηφιακό γραμματισμό, άλλα πεδία γραμματισμού όπως αυτά των μέσων (media literacy) ,του οπτικού γραμματισμού (visual literacy), της πληροφορίας (information literacy) και των τεχνολογιών (ICT literacy),της ψηφιακής αναπαραγωγής (digital reproduction literacy-Eshet-Alkalai,2004) [1] τον γραμματισμό πλοήγησης σε ψηφιακά μέσα (branching literacy," ή "hypermedia literacy skill.") [2], αναγνωρίζονται σε ένα πεδίο που καλύπτει μορφές επικοινωνίας που διαμεσολαβούνται από ψηφιακά μέσα και αναφέρονται σε πολυτροπικά κείμενα, έχοντας κάθε φορά διαφορετικά κοινωνικά συμφραζόμενα. Ανάλογα με το θεωρητικό μοντέλο του γραμματισμού που υιοθετούν, οι ορισμοί τους περιλαμβάνουν καταγραφή δεξιοτήτων (μοντέλο ελλείμματος- Bruce & Peyton, 1999; Davies et al., 2002; Swan et al., 2002), επαρκή διαχείριση για την επίτευξη στόχων(λειτουργικό μοντέλο) ή τέλος υιοθετούν μια κριτική στάση αναδεικνύοντας τη διάσταση της χρήσης του μέσου ως κοινωνικής πρακτικής. (Gilster, 1997; Papert, 1996; Tapscott, 1998)[3]
Το 1974 εισάγεται για πρώτη φορά από τον Zurkowski (Zurkowski,1974) ο όρος «Δεξιότητες στη διαχείριση της πληροφορίας» για να περιγράψει ανθρώπους που μπορούν να χειριστούν καταστάσεις που απαιτούν τη διαχείριση πληροφορίας χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες πηγές και την αντίστοιχη τεχνολογία. Η τεχνολογία, σε όλες τις ποικίλες μορφές της, παρέχει τα εργαλεία ώστε οι χρήστες να έχουν πρόσβαση , δυνατότητα διαχείρισης, αναμόρφωσης, χρήσης και παρουσίασης της πληροφορίας. Σταδιακά, ο όρος (βλ. Την αναφορά του the National Research Council το 1999) συνδέεται και αποτελεί τη βάση του γραμματισμού της πληροφορίας .
Στην παραπάνω έκθεση γίνεται διαχωρισμός του υπολογιστικού γραμματσιμού -"computer literacy", ο οποίος αναφέρεται στη συγκεκριμένη γνώση hardware και software εφαρμογών, ενώ ο γραμματισμός των ICT (information and communication technology "fluency" ) αναφέρεται στην επίγνωση των αξιών που ενυπάρχουν στην τεχνολογία και στην εφαρμογή κριτικής σκέψης και διερεύνησης με τη χρήση της τεχνολογίας. Tο κέντρο μετατοπίζεται στην ίδια τη πληροφορία και τον εντοπισμό και την κριτική εξέτασή της. Μπορεί ένα τμήμα του να συνδέεται με τον υπολογιστικό γραμματισμό, όμως είναι κάτι σημαντικά ευρύτερο.(ACRL , division of the American Library Association,2008)
Ο Jeremy Shapiro & Shelley Hughes (1996) θεωρούν ότι ο γραμματισμός της πληροφορίας επεκτείνεται πέρα από τα όρια του χειρισμού του Η/Υ και της πρόσβασης στην πληροφορία, στον κριτικό αναστοχασμό για την φύση της πληροφορίας, της εσωτερικής δομής της και του κοινωνικού , πολιτισμικού και φιλοσοφικού περιεχομένου της και των επιπτώσεών του. Το πεδίο του γραμματισμού της πληροφορίας είναι σημαντικό επειδή καθημερινά βιώνουμε ένα διαρκώς αυξανόμενο καταιγισμό πληροφοριών σε διαφορετικές μορφές. Οι πληροφορίες αυτές δεν δημιουργούνται ούτε είναι προσβάσιμες με τον ίδιο τρόπο. Κάποιες είναι πρόσκαιρες, άλλες αξιόπιστες και άλλες όχι, άλλες κυριαρχικές ή φέρουσες προκαταλήψεις, άλλες παραπλανητικές ή ψεύτικες. Η ποσότητα των διαθέσιμων πληροφοριών διαρκώς αυξάνεται, ταυτόχρονα με τα είδη των μέσων με τα οποία αποκτούμε πρόσβαση σε αυτές.

[1] Ο γραμματισμός της ψηφιακής αναπαραγωγής ορίζεται σαν ικανότητα να δημιουργεί κάποιος νέα νοήματα ή νέες ερμηνείες συνδυάζοντας προϋπάρχοντα ανεξάρτητα κομμάτια πληροφοριών που προέρχονται από διάφορα μέσα (κείμενο , γραφικά, ήχο) (Gilster, 1997). Ο γραμματιμός της ψηφιακής αναπαραγωγής είναι βασικός για δύο ευρύτατα πεδία (Mason, 2002) Τη διερεύνηση και δημιουργία κειμένων από άλλα ψηφιακά κείμενα που μπορούν να εξεταστούν συγκριτικά ή συνδυαστικά και στην τέχνη, όπου προϋπάρχοντα οπτικά ή ακουστικά κείμενα μπορούν να αναδιαταχθούν ώστε να δημιουργήσουν νέα έργα τέχνης( όπως στη περίπτωση της pop art ή της –ομαδικής- καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσω Internet , (Darko Maver, 1998).(στο Aharon Aviram , & άλλοι 2007)
[2] Ο γραμματισμός αυτός αναφέρεται σε άτομα που μπορούν να κινούνται με άνεση και σωστό προσανατολισμό στο χώρο και το χρόνο, και παραμένουν σταθερά στον προσανατολισμό τους χωρίς να χάνονται κατά την πλοήγησή τους στο Διαδίκτυο μέσα από πολύπλοκες διαδρομές. (Daniels et al.,2002; Horton, 2000; Piacciano, 2001). Επίσης διαθέτουν αφαιρετική σκέψη και την ικανότητα να δημιουργούν νοητικά μοντέλα , νοητικές διατάξεις και άλλες μορφές αφαιρετικής συγκρότησης και δομής των διερευνήσεων στο διαδίκτυο, κάτι που τους βοηθά να ξεπερνούν προβλματα προσανατολισμού σε υπερκειμενικά περιβάλλοντα. (Lee & Hsu, 2002) στο Aharon Aviram,2007
[3] Βλ.Aharon Aviram ,Yoram Eshet-Alkalai ,Towards a Theory of Digital Literacy: Three Scenarios for the Next Steps, 2007 όπου υπάρχει μια πιο εκτεταμένη παρουσίαση πεδίων γραμματισμού που εμπλέκονται με τον ψηφιακό γραμματισμό.

ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

O γραμματισμός μπορεί να οριστεί σαν χρήσεις της ανάγνωσης και της γραφής για την επίτευξη κοινωνικών στόχων σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα χρήσης,(Baynham,M.2002:12). Στον ορισμό του συμπεριλαμβάνονται αφενός μια σειρά πρακτικών για την κατανόηση του κόσμου γύρω μας , με τη γραπτή και προφορική γλώσσα να συγκροτούν ένα συνεχές γλωσσικής ποικιλίας και αφετέρου μια σειρά δηλώσεων για την αξία ή αναγκαιότητα αυτών των δραστηριοτήτων. (Cook-Gumperz,2008:20) Έτσι ο γραμματισμός αποκτά τόσο μια γνωστική όσο και μια ρυθμιστική υπόσταση.
Ακριβώς επειδή ο γραμματισμός ορίζει τα άτομα ως ένας ισχυρός ταξινομητής και διαβαθμιστής, δε νοείται από όλους με τον ίδιο τρόπο, αλλά αποτελεί πλέγμα ιδεολογικών θέσεων , ρητών ή υπόρρητων , οι οποίες από κοινού συνθέτουν την εκπαιδευτική διαμάχη περί γραμματισμού. Έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια γλωσσολογική οπτική (ανάπτυξη μεταγλωσσικών, μετακειμενικών και μεταπραγματολογικών ικανοτήτων) ή με μια οπτική που δίνει έμφαση στο γραμματισμό ως κοινωνική πρακτική, η οποία μπορεί να έχει μια λειτουργική διάσταση, που δίνει έμφαση στον κοινωνικό στόχο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα χρήσης ή μια κριτική διάσταση που παραπέμπει στη διαμόρφωση κριτικής συνειδητότητας, τόσο στο επίπεδο της χρήσης αυτής καθαυτής της γλώσσας, όσο και στο κοινωνικό και ιδεολογικό φορτίο που αυτή φέρει.
Η διερεύνηση του όρου, περιλαμβάνει πολλούς Λόγους που έχουν άμεσες ιδεολογικές συνέπειες ως προς τον ορισμό , τη χρήση και τις πρακτικές του. Η παρούσα εργασία υιοθετεί την άποψη πως ο γραμματισμός είναι κατά βάση ένα κοιωνικό-πολιτισμικό κατασκεύασμα και ότι το γλωσσολογικό του ανάλογο είναι μια θεωρία του προφορικού και γραπτού λόγου. (Baynham,M.2002:33) .

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΥΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΩΝ


Μέχρι τον 20ο αιώνα ο όρος του σημερινού γλωσσικού γραμματισμού ταυτίζονταν εννοιολογικά με τον αλφαβητισμό (την εκμάθηση δηλαδή βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής) αποπλαισιωμένος από τα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Κατά την περίοδο του ρομαντισμού και τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. ο γλωσσικός γραμματισμός, συνδέθηκε με τη λογοτεχνία και τους τρόπους γραφής της λογοτεχνίας. Έτσι, ο γραμματισμός πέρα από το γνωστικό του περιεχόμενο, αποκτά και ρυθμιστικό ρόλο σαν ισχυρός ταξινομητής αποδίδοντας χαρακτηριστικά και δεξιότητες στους «κατέχοντες τη γνώση» που λειτουργούσαν ρυθμιστικά ως προς την πρόσβασή τους στα κοινωνικά δρώμενα.
Βασικός μοχλός καλλιέργειας και ανάπτυξης του γλωσσικού γραμματισμού στους πληθυσμούς του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, υπήρξε η UNESCO, που θεώρησε την ανάπτυξη ή την απουσία του, ρυθμιστικό στοιχείο για την οικονομική κι κοινωνική ευημερία ή την εξαθλίωση των λαών αντίστοιχα. Έτσι, η UNESCO προώθησε την έρευνα στο πεδίο του γλωσσικού γραμματισμού που έφτασε τελικά να οριστεί ως το σύνολο των γνώσεων και των δεξιοτήτων που έχει αποκτήσει ένα άτομο και σχετίζονται με τη γραφή και την ανάγνωση, οι οποίες του επιτρέπουν να εμπλακεί σε όλες τις δραστηριότητες, τις οποίες είναι σε θέση να επιτελούν τα άτομα της ομάδας και της κουλτούρας στην οποία ανήκει. Με την έννοια αυτή ο γλωσσικός γραμματισμός απέκτησε ένα περιεχόμενο σχετιστικό αφού συνδέθηκε και συναρτήθηκε με το επίπεδο γραμματισμού κάθε κοινότητας.,
[1]
Παράλληλα με την ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών και της νέας κοινωνιολογίας και με την ανάπτυξη εθνογραφικών μελετών και της κοινωνιογλωσσολογίας, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα, ο γραμματισμός ως έννοια διευρύνθηκε και ορίστηκε τελικά ως ένα σύνολο δεξιοτήτων για τον άνθρωπο, απαραίτητων για την προετοιμασία του αλλά και για τη διαχείριση της ίδιας του της ζωής, που ξεπερνά μια στοιχειώδη εκπαίδευση στην ανάγνωση και στη γραφή. Βλέποντας τον ορισμό που δίνει ο Traves (1992), σύμφωνα με τον οποίο «γραμματισμός είναι η ικανότητα ελέγχου της ζωής και του περιβάλλοντος μέσω του λόγου, με τρόπο ορθολογικό», βλέπουμε την αποδέσμευση από τη γλώσσα και την έντονη έμφαση στις κοινωνικές προεκτάσεις του γραμματισμού, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από το λειτουργικό του πλαίσιο. Η αμφισβήτηση της λειτουργικής διάστασης κατά τη δεκαετία του 1990 και μέχρι σήμερα, οδήγησε την κριτική διάσταση , δηλαδή τη γλωσσική και κοινωνική συνειδητότητα του γραμματισμού και των παραμέτρων του εκ μέρους των ατόμων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η θεωρία των πολυγραμματισμών, η οποία βλέπει το γραμματισμό ως μια κοινωνική πρακτική (Barton & Hamilton 2000: 7 στο Χατζησσαβίδης,Σ., 1997), μέσω της οποίας αναπτύσσεται ή θα πρέπει να αναπτύσσεται η κριτική σκέψη.
Στον ορισμό που δίνει το Αυστραλιανό Συμβούλιο για το Γραμματισμό Ενηλίκων και αναφέρεται από τον Baynham (2002: 21). «Ο γραμματισμός αναφέρεται στην ακρόαση, στην ομιλία, στην ανάγνωση, στη γραφή και στην κριτική σκέψη. Περιλαμβάνει επίσης και τον αριθμητισμό. Περιλαμβάνει την πολιτισμική γνώση, η οποία καθιστά ικανό έναν ομιλητή, συγγραφέα ή αναγνώστη να αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί την κατάλληλη γλώσσα σε διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις. Για μια τεχνολογικά προηγμένη χώρα όπως η Αυστραλία, στόχος είναι ένας ενεργητικός γραμματισμός, που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να αυξήσουν την ικανότητά τους να σκέφτονται, να δημιουργούν και να αμφισβητούν, έτσι ώστε να συμμετέχουν αποτελεσματικά στην κοινωνία».
Η υιοθέτηση χρήσης επιθετικών προσδιορισμών δίπλα στον όρο γραμματισμός, όπως πληροφορικός γραμματισμός για ό,τι έχει σχέση με την πληροφορική, τεχνολογικός γραμματισμός για ό,τι έχει σχέση με την τεχνολογία, αριθμητικός γραμματισμός, για ό,τι έχει σχέση με τα μαθηματικά κτλ. είναι ενδεικτική της σύνδεσης του γραμματισμού με τα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Κάθε όρος από αυτούς έχει ένα γενικό περιεχόμενο που αφορά το γραμματισμό και ένα ειδικό που αφορά την ιδιαίτερη κοινωνική δραστηριότητα με την οποία σχετίζεται.
Για την εκπαίδευση, η έννοια του γραμματισμού περιλαμβάνει την ιδιαίτερη διάσταση της προσέγγισης κάθε προϊόντος έκφρασης, γλωσσικού ή μη γλωσσικού, ώστε να μπορεί ο μαθητής να εντάξει την κάθε πρακτική του στο κοινωνικοπολιτισμικό της πλαίσιο. (Εδώ δε νοείται ο σχολικός γραμματισμός αλλά οι παιδαγωγικές πρακτικές που θα οδηγήσουν στην επαφή, εμπειρία και διαμόρφωση στάσεων των παιδιών απέναντι στους γραμματισμούς)
Επίσης σε ένα κείμενο μπορούν να συνυπάρχουν περισσότεροι από ένας Λόγοι.
[2] Αυτοί μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά, αλλά μπορεί να λειτουργούν και αντιθετικά. Ακόμη μπορούν να υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι (modes)(οπότε έχουμε τα πολυτροπικά κείμενα). Το δε χαρακτηριστικό που τα διέπει, η πολυτροπικότητα, η δυνατότητα δηλαδή μείξης των διαφόρων σημειωτικών τρόπων για την παραγωγή ενός κειμένου, δημιουργεί, όπως είναι προφανές, ένα νέο σε σχέση με τα μονοτροπικά κείμενα σημειολογικό περιβάλλον που χρήζει ανάλογης προσέγγισης. Το σημειολογικό αυτό περιβάλλον είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών, ψυχολογικών και γενικότερα πολιτισμικών προϋποθέσεων που επικρατούν σε μια κοινωνία.[3]
Τέλος, η έννοια του πολυγραμματισμού, που αναφέρεται στην ποικιλία των μορφών κειμένου που έχουν σχέση με τόσο με την τεχνολογία κατασκευής τους όσο και τους σημειωτικούς τρόπους που χρησιμοποιούν σε μια πολύγλωσση και πολυπολιτισμική κοινωνία, αποτελεί την πραγματολογική βάση της θεωρίας των πολυγραμματισμών. Στην επιστημονική της διερεύνηση, η θεωρία αυτή θέλει να περιγράψει δύο βασικά στοιχεία που σχετίζονται με τη σύγχρονη πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα. Την τάση για αναγνώριση και αποδοχή της πολιτισμικής και κοινωνικής διαφορετικότητας από τη μια μεριά και την επίδραση των τεχνολογιών κατασκευής των κειμένων στη διάσταση που αποκτούν από την άλλη.
Ως όρος, δημιουργήθηκε το 1994 από μια ομάδα δέκα επιστημόνων που συναντήθηκε στο New Hamshire της Αυστραλίας για να συζητήσει το μέλλον τη διδασκαλίας του γραμματσιμού. Η ομάδα ονομάστηκε New London Group και το 1996 δημοσίευσε το πρώτο της κείμενο, στο οποίο δηλώνει: «Οι διαφορές γλώσσας, Λόγων και επιπέδων λόγου, είναι δείκτες διαφορών των κόσμων ζωής. Καθώς οι κόσμοι ζωής αποκλίνουν όλο και περισσότερο και τα όρια τους γίνονται όλο και πιο θολά, κεντρική πραγματικότητα της γλώσσας γίνεται η πολλαπλότητα των νοημάτων και η διαρκής τους διάτμηση. Όπως ακριβώς υπάρχουν πολλαπλά στρώματα στην ταυτότητα του καθενός, έτσι υπάρχουν και πολλαπλοί Λόγοι περί ταυτότητας και πολλαπλοί Λόγοι περί αναγνώρισης που πρέπει να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Πρέπει να διαθέτουμε ικανότητα στη διαπραγμάτευση αυτών των πολλών κόσμων ζωής, μέσα στους οποίους κατοικεί ο καθένας μας και τους συναντούμε στην καθημερινότητά μας» (Kalantzis & Cope 1999: 686).
Οι στόχοι των θεωρητικών της θεωρίας είναι να επιτευχθεί η εμβύθιση των μαθητών σε κοινωνικές πρακτικές γραμματισμού ενώ ταυτόχρονα θα εξάγεται νόημα και θα διαμορφώνεται κριτική στάση απέναντι σε αυτές. Τα δύο εστιακά στοιχεία των Πολυγραμματισμών, αποτελούν από τη μια μεριά οι πολυτροπικές διασυνδέσεις που δημιουργούνται μεταξύ του γλωσσικού και του οπτικού Σχεδίου και από την άλλη οι διαπολιτισμικές πλευρές της παραγωγής νοήματος.
Τα στοιχεία της παιδαγωγικής των Πολυγραμματισμών είναι η μάθηση που στηρίζεται στις εμπειρίες των μαθητών (Tοποθετημένη Πρακτική)· η ρητή διδασκαλία μιας μεταγλώσσας που περιγράφει το Σχέδιο (Aνοιχτή Διδασκαλία)· η έρευνα των πολιτισμικών συμφραζομένων των Σχεδίων σε ένα νέο περιβάλλον που οι ίδιοι οι μαθητές έχουν δημιουργήσει (Mετασχηματισμένη Πρακτική). (Mary Kalantzis & Bill Cope,1997)
Για την επίτευξη αυτών των στόχων επανανοηματοδοτήθηκε η έννοια του Λόγου, του κειμένου και των ειδών του λόγου, διαμορφώνοντας το θεωρητικό πλαίσιο των πολυγραμματισμών που σύμφωνα με το Σ.Χατζησαββίδη (2006) θέτει τις προϋποθέσεις για μια παιδαγωγική με την οποία:

α) αναγνωρίζεται και ενισχύεται η ποικιλομορφία και θεωρείται πλεονέκτημα στη
μαθησιακή διαδικασία,
β) η μάθηση συνδέεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι με τέτοιο τρόπο ώστε τα υπό διαπραγμάτευση κείμενα κατά τη διδασκαλία να αποκτούν νόημα και
γ) οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων στηρίζονται στην αρχή της ισοτιμίας, της συνεργασίας και της αυτονομίας.

[1] Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ:
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χατζησαββίδης Σωφρόνης 1997

[2] Ο Λόγος ορίζεται από τον Gee (1990: 131) ως «μια αποδεκτή κοινωνικά σύνδεση των τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιούμε είτε τη γλώσσα είτε άλλες συμβολικές εκφράσεις και τεχνικές, τους οποίους τρόπους μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να αποκτήσει την ταυτότητα του μέλους μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός κοινωνικού δικτύου ή να επισημάνει τον κοινωνικό ρόλο που παίζει». Για τον Kress (2003: 29-30) «Οι Λόγοι είναι συστηματικά οργανωμένα σύνολα δηλώσεων που εκφράζουν τα νοήματα και τις αξίες ενός θεσμού. Πέρα απ’ αυτό, καθορίζουν, περιγράφουν και θέτουν όρια στο τι μπορεί ή δεν μπορεί να πει κανείς (κατ’ επέκταση τι μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει) ανάλογα με τον τομέα ενδιαφέροντος του θεσμού αυτού, είτε κεντρικά είτε στο περιθώριο. Ένας Λόγος παρέχει ένα σύνολο πιθανών δηλώσεων για ένα δεδομένο τομέα και οργανώνει και προσφέρει δομή στον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να συζητηθεί ένα συγκεκριμένο θέμα, αντικείμενο, διαδικασία. Έτσι παρέχει περιγραφές, κανόνες, άδειες και απαγορεύσεις της κοινωνικής και ατομικής δράσης».
[3] Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ:
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χατζησαββίδης Σωφρόνης

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008



Paulo Freire – 1921-1997
Biographical Profile
Paulo Freire's Pedagogy of the Oppressed is currently one of the most quoted educational texts (especially in Latin America, Africa and Asia). Freire was able to draw upon, and weave together, a number of strands of! thinking about educational practice and liberation.He was born on September 19, 1921 in Recife, a port city of northeastern Brazil. Freire said of his parents that it was they who taught him at an early age to prize dialogue and to respect the choices of others-key elements in his understanding of adult education. His parents were middle class but suffered financial reverses so severe during the Great Depression that Freire learned what it is to go hungry. It was in childhood that he determined to dedicate his life to the struggle against poverty and class oppression.